μαρμάρινος

μαρμάρινος
-η, -ο (AM μαρμάρινος, -η, -ον) [μάρμαρος]
αυτός που έχει κατασκευαστεί από μάρμαρο, ο μαρμαρένιος («μαρμάρινον ἄγαλμα», Θεόκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μαρμάρινος — of marble masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμάρινος — of marble masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμάρινος — η, ο μαρμαρένιος, φτιαγμένος από μάρμαρο: Μαρμάρινες στήλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαρμαρίνων — μαρμάρινος of marble fem gen pl μαρμάρινος of marble masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμάρινον — μαρμάρινος of marble masc acc sg μαρμάρινος of marble neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρίνη — μαρμάρινος of marble fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρίνην — μαρμάρινος of marble fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρίνης — μαρμάρινος of marble fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαρμαρίνοις — Μαρμάρινος of marble masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρίνοις — μαρμάρινος of marble masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”